μεθυδότης

μεθυδότης
μεθυδότης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεθυδότης — μεθυδότης, ὁ (Α) βλ. μεθυδώτης …   Dictionary of Greek

  • μεθυδότην — μεθυδότης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθυ — το (Α μέθυ, υος) νεοελλ. 1. κάθε μεθυστικό ποτό 2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ αρχ. 1. το κρασί 2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ …   Dictionary of Greek

  • μεθυδώτης — και μεθυδότης, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + δώτης και δότης (< δίδωμι), πρβλ. ξενο δώτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”